μπαμπακιάζω

μπαμπακιάζω
μπαμπάκιασα, μπαμπακιασμένος, αποχτώ υφή όμοια με του μπαμπακιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαμπακιάζω — και βαμπακιάζω [μπαμπάκι] 1. αποκτώ επιφάνεια, ή υφή όμοια με τού βαμβακιού 2. μουχλιάζω 3. αποκτώ χρώμα λευκό σαν το χρώμα τού μπαμπακιού («γέρασε πια και μπαμπακιάσανε τα μαλλιά του») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”